κατακρατώ

κατακρατώ
κατακρατώ, κατακράτησα βλ. πίν. 73
——————
Σημειώσεις:
κατακρατώ, κατακρατούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό : κατακρατιόμουν.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατακρατώ — (AM κατακρατῶ, έω) νεοελλ. κρατώ κάποιον δια τής βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα μσν. 1. καταβάλλω, νικώ 2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα 3. συγκρατώ, εμποδίζω 4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου,… …   Dictionary of Greek

  • κατακρατώ — κατακράτησα, κατακρατήθηκα, κατακρατημένος, κρατώ κάτι με τη βία και παράνομα: Μας κατακράτησαν το μισθό μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακρατῶ — κατακρατέω prevail over pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατακρατέω prevail over pres ind act 1st sg (attic epic doric) κατακρατέω prevail over pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατακρατέω prevail over pres ind act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αδικοκρατώ — ( άω και έω) κατακρατώ κάτι άδικα, παράνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + κρατώ. ΠΑΡ. αδικοκρατία] …   Dictionary of Greek

  • ακατακράτητος — η, ο (Μ ἀκατακράτητος, ον) [κατακρατῶ] 1. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τόν κατακρατήσει, να μην τόν επιστρέψει στον δικαιούχο 2. αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί από δικαστική ή αστυνομική αρχή μσν. ο ασυγκράτητος, ο ανυπότακτος …   Dictionary of Greek

  • αλικοντίζω — και αλικουντίζω 1. εμποδίζω, αναχαιτίζω, καθυστερώ 2. πείθω ή υποχρεώνω κάποιον να αναβάλει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. alikomak «σταματώ, κατακρατώ, εμποδίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. αλικόντι, αλικόντιση, αλικόντισμα] …   Dictionary of Greek

  • απαδικώ — ἀπαδικῶ ( έω) (Α) κατακρατώ άδικα …   Dictionary of Greek

  • αποδιατρίβω — ἀποδιατρίβω (Α) 1. ξοδεύω άσκοπα τον καιρό μου 2. κατακρατώ, περιορίζω κάποιον 3. αποφεύγω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”